ὁδοιπορία Secund.Sent.17
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εγκύματος — ἐγκύματος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μέσα στα κύματα, μέσα σε μεγάλες δυσχέρειες … Dictionary of Greek
ἐγκύματος — on the waves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)